- φαλληφορεω
- φαλληφορέωφαλλη-φορέωсправлять фаллефории Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαλληφορεῖν — φαλληφορέω carry a phallus in procession pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλληφορίοις — φαλληφόρια festival neut dat pl φαλληφορέω carry a phallus in procession pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)